- προβιάζομαι
- Α(αποθ.) εφαρμόζω ένα μέτρο με τη βία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προβιάσαιτο — προβιάζομαι force aor opt mp 3rd sg προβιάζομαι force aor opt mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαδικώ — έω, Α 1. αδικώ πρώτος, κάνω αρχή τής αδικίας 2. παθ. προαδικοῡμαι, έομαι αδικούμαι πρώτος ή αδικούμαι προηγουμένως 3. φρ. «προαδικῶ μετὰ βίας τινά» εφαρμόζω ένα μέτρο με τη βία, εξαναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι, προβιάζομαι* … Dictionary of Greek
προπροβιάζομαι — Α (ποιητ. τ.) επιτεταμένος τ. τού προβιάζομαι … Dictionary of Greek
προεβιάσατο — προβιάζομαι force aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)